settle down



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
settle down vi phrasal (start to lead domesticated life)νοικοκυρεύομαι ρ αμ
  αποκαθίσταμαι ρ αμ
 I wanted to get married, but he wasn't ready to settle down.
 I travel too much for my job to settle down and raise a family.
 Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. // Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να νοικοκυρευτώ και να κάνω οικογένεια.
settle down vi phrasal (become stable)σταθεροποιούμαι, εξισορροπούμαι ρ αμ
 A newly built house will often make noises as it settles down.
settle down vi phrasal (become calmer)ηρεμώ, γαληνεύω ρ αμ
 Stop interrupting me, settle down, and I'll continue with my explanation.
 Σταμάτα να με διακόπτεις, ηρέμησε και θα συνεχίσω την εξήγησή μου.
settle down vi phrasal (become comfortable: in chair, etc.)βολεύομαι ρ αμ
 Paul settled down in the armchair to enjoy the film.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'settle down' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση settle down στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «settle down».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!